- μικρογραφώ
- (Α μικρογραφῶ, -έω)νεοελλ.1. καταγίνομαι με την τέχνη τής μικρογραφίας, αναπαριστώ πρόσωπα και αντικείμενα σε πολύ μικρές διαστάσεις ή με λεπτότατες γραμμές2. διακοσμώ με μικρογραφίεςαρχ.γράφω με βραχύ φωνήεν.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -γραφῶ (< -γράφος)].
Dictionary of Greek. 2013.